1 sigkinitiko......ithela apla na to moirastw mazi sas Κυρ Σεπ 19, 2010 10:42 am
dinalala
Πανταχού παρούσα!
kαι η ΜΑΝΑ στη γειτονιά των Αγγέλων…
Πρώτη καταχώρηση: Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 2010, 11:29
Στάθης Διομήδης
Δεκατρείς μήνες μόνο άντεξε η ΜΑΝΑ μακριά από τον μπάρμπα Στέλιο.
Η νύχτα εκείνης της Τετάρτης δεν προμήνυε τη «λαίλαπα» που ερχόταν. Μια χαρά ήταν η ΜΑΝΑ. Μέχρι τις 12 το βράδυ ήταν έξω στην αυλή παρέα μας και μετά πήγε για ύπνο.
Τεσσερισήμισι ώρες μετά, ήταν στην αυλή του Άγιου Πέτρου…
Ίδια ώρα ακριβώς με τον ΠΑΤΕΡΑ…
Ξύπνησε η ΜΑΝΑ μέσα στη νύχτα, μίλησε με την αδελφή μου, πήγε τουαλέτα, γύρισε, έκατσε στο κρεβάτι και πέθανε χωρίς να πει κουβέντα…
«Με έχει φάει ‘κείνο το ''πήγαινε έλα'' στην τουαλέτα» έλεγε η καημενούλα, λόγω της συχνοουρίας από τα διουρητικά… και τελικά είχε δίκιο, την έφαγε εκείνο το «πήγαινε έλα»…
Για μισή ώρα δουλειά, και για ένα κομμάτι λάστιχο που έλειπε, δεν πρόλαβες, ΜΑΝΑ, να χρησιμοποιήσεις την καινούργια τουαλέτα που έφτιαξα δίπλα στο δωμάτιο σου, για να είναι κοντά σου και να μην ταλαιπωρείσαι με εκείνο το «πήγαινε έλα»…
Αν ήταν έτοιμη και τη χρησιμοποιούσες εκείνο το βράδυ, μπορεί να μην πέθαινες…
Κάθε δυο – τρεις εβδομάδες που ερχόμουν στο χωριό, τα βράδια κοιμόμουν μαζί σου, ΜΑΝΑ. Εκείνο το βράδυ αλλάξαμε ρόλους με την αδελφή μου. Για πρώτη φορά, δεκατρείς μήνες τώρα, δεν κοιμήθηκα στο δωμάτιο σου και επέλεξες να φύγεις.
Συμπτώσεις που σε σημαδεύουν για μία ολόκληρη ζωή…
Την ώρα που σε καληνύχτισα, μου είπες τις τελευταίες λέξεις που άκουσα από το στόμα σου: «πήγαινε παιδάκι μου πάνω να κοιμηθείς, εγώ είμαι καλά. Άμα δεν ήμουν καλά, δεν θα στο έλεγα;» Και αφού ήσουν καλά, ρε ΜΑΝΑ, γιατί έφυγες;
Είναι άσχημο το συναίσθημα να σε ξυπνά η αδελφή σου μέσα στη νύχτα και να σου λέει: «μάλλον τελείωσε».
Είναι απίστευτα τρομακτική η αίσθηση να σηκώνεις τη ΜΑΝΑ, για να της δώσεις τις πρώτες βοήθειες, και να βλέπεις τα χέρια και το κεφάλι της να πηγαίνουν όπου θέλουν, σε άλλες κατευθύνσεις από το υπόλοιπο σώμα…
Αφού δεν έβρισκα σφυγμό με τα χέρια, χρησιμοποίησα ένα ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, μήπως βρω. Μήπως δείξει κάτι. Τα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα, όταν βρίσκουν τον σφυγμό, δείχνουν στην οθόνη μια καρδιά να αναβοσβήνει. Κοιτώντας το καρτερικά, να «φουσκώνει», μονολογούσα: «βγάλε μια καρδούλα ρε γαμημένο, βγάλε μια καρδούλα». Δεν έβγαλε ποτέ καρδούλα το γαμημένο… ούτε μία…
Τσάμπα οι εκπαιδεύσεις και οι κόντρα εκπαιδεύσεις και οι παγκόσμιες πιστοποιήσεις που έχω στις πρώτες βοήθειες. Δεν ξέρω για άλλους, αν μπορούσαν στους γονείς τους, αλλά εγώ προσπάθησα να κάνω καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (τεχνητή αναπνοή) και δεν μπορούσα. Μου λύγιζαν τα χέρια, ΜΑΝΑ. Μου λύγιζαν τα χέρια… Δεν μπορούσα, ΜΑΝΑ …
Λένε πολλοί ότι είναι θείο δώρο να βρίσκεσαι δίπλα στους γονείς σου την ώρα που φεύγουν. Και στους δύο γονείς μας συνέβη να είμαστε δίπλα τους, και εγώ και η αδελφή μου. Και οι δύο δεν είμαστε σίγουροι πλέον τι είναι καλύτερο. Να είσαι παρών ή όχι.
Εμένα που μου έλαχε να κλείσω στην κυριολεξία και στους δύο τα μάτια, οτιδήποτε και αν σκεφτώ η πρώτη εικόνα που μου έρχεται κάθε φορά και για τη ΜΑΝΑ και για τον ΠΑΤΕΡΑ είναι την ώρα που φεύγουν κι εγώ είμαι ανήμπορος να κάνω κάτι, πολύ μικρός, τοσοδούλης…
Να ξέρεις, ΜΑΝΑ, ότι θα λείψει σε όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες εκείνο το δίωρο κάθε απόγευμα που μαζεύονταν και καθόσασταν παρέα στην αυλή του καφενείου το καλοκαίρι, και μέσα με τη σόμπα τον χειμώνα. Ήταν για όλους η ζωή τους.
Η πιο ωραία κουβέντα που άκουσα από έναν φίλο ήταν ότι: «ο Στελάρας θα έχει φτιάξει καφενείο πάνω, και φώναξε τη θεια Λευτερία να τον βοηθήσει».
Πολύ εύστοχα, ο εγγονός σου ζήτησε να βάλουμε ένα μπρίκι στο μνήμα, καθώς, 47 χρόνια τώρα, έφτιαχνες καφέδες στο καφενείο…
Την κούπα που έπινες νεράκι, θα τη βάλουμε μετά τα σαράντα. Έως τότε, την έχουμε σπίτι γεμάτη νερό, μη διψάσεις τη νύχτα.
Δε θέλω να ξανακούσω: «τι να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά, είναι μέσα στο πρόγραμμα, τυχερή που δεν ταλαιπωρήθηκε, Θείος θάνατος, έτσι ήταν γραφτό, ξεκουράστηκε κ.τ.λ». Το κάνουν χειρότερο…
«Πόσων χρόνων ήταν;» Μη ρωτάτε κύριε, η ΜΑΝΑ δεν έχει ηλικία.
Λένε ότι η ψυχή γυρίζει στο σπίτι σαράντα μέρες. Είχα σκοπό να κάτσω στο χωριό όλες αυτές τις ημέρες, για να μην είναι μόνη της. Δεν μπορούσα όμως. Δύο νύχτες άντεξα μόνος. Συγγνώμη, ΜΑΝΑ, αλλά τις νύχτες ΣΚΙΑΖΟΜΟΥΝΑ μοναχός. Έφυγα κοιτώντας πίσω με απόγνωση… Αδύναμος, ανήμπορος, άδειος…
ΜΑΝΑ, πέρυσι που έφυγε ο ΠΑΤΕΡΑΣ, του είχα υποσχεθεί ότι εμείς θα σε προσέχουμε και να μην ανησυχεί…
Πες του, ΜΑΝΑ, ότι μάλλον δεν τηρήσαμε την υπόσχεσή μας και σε στείλαμε γρήγορα να τον βρεις…
Είμαι ο Στάθης… και είμαι ορφανός…
Υ.Γ. ΠΑΤΕΡΑ, ό,τι έκανες έκανες εκεί πάνω δεκατρείς μήνες μόνος σου. Θα ξεσάλωσες. Έρχεται η Ελευθερία να σε βάλει σε τάξη πάλι...
Και μη γκρινιάζεις ΠΑΤΕΡΑ, που βάλαμε τη ΜΑΝΑ από πάνω σου…
Πρώτη καταχώρηση: Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 2010, 11:29
Στάθης Διομήδης
Δεκατρείς μήνες μόνο άντεξε η ΜΑΝΑ μακριά από τον μπάρμπα Στέλιο.
Η νύχτα εκείνης της Τετάρτης δεν προμήνυε τη «λαίλαπα» που ερχόταν. Μια χαρά ήταν η ΜΑΝΑ. Μέχρι τις 12 το βράδυ ήταν έξω στην αυλή παρέα μας και μετά πήγε για ύπνο.
Τεσσερισήμισι ώρες μετά, ήταν στην αυλή του Άγιου Πέτρου…
Ίδια ώρα ακριβώς με τον ΠΑΤΕΡΑ…
Ξύπνησε η ΜΑΝΑ μέσα στη νύχτα, μίλησε με την αδελφή μου, πήγε τουαλέτα, γύρισε, έκατσε στο κρεβάτι και πέθανε χωρίς να πει κουβέντα…
«Με έχει φάει ‘κείνο το ''πήγαινε έλα'' στην τουαλέτα» έλεγε η καημενούλα, λόγω της συχνοουρίας από τα διουρητικά… και τελικά είχε δίκιο, την έφαγε εκείνο το «πήγαινε έλα»…
Για μισή ώρα δουλειά, και για ένα κομμάτι λάστιχο που έλειπε, δεν πρόλαβες, ΜΑΝΑ, να χρησιμοποιήσεις την καινούργια τουαλέτα που έφτιαξα δίπλα στο δωμάτιο σου, για να είναι κοντά σου και να μην ταλαιπωρείσαι με εκείνο το «πήγαινε έλα»…
Αν ήταν έτοιμη και τη χρησιμοποιούσες εκείνο το βράδυ, μπορεί να μην πέθαινες…
Κάθε δυο – τρεις εβδομάδες που ερχόμουν στο χωριό, τα βράδια κοιμόμουν μαζί σου, ΜΑΝΑ. Εκείνο το βράδυ αλλάξαμε ρόλους με την αδελφή μου. Για πρώτη φορά, δεκατρείς μήνες τώρα, δεν κοιμήθηκα στο δωμάτιο σου και επέλεξες να φύγεις.
Συμπτώσεις που σε σημαδεύουν για μία ολόκληρη ζωή…
Την ώρα που σε καληνύχτισα, μου είπες τις τελευταίες λέξεις που άκουσα από το στόμα σου: «πήγαινε παιδάκι μου πάνω να κοιμηθείς, εγώ είμαι καλά. Άμα δεν ήμουν καλά, δεν θα στο έλεγα;» Και αφού ήσουν καλά, ρε ΜΑΝΑ, γιατί έφυγες;
Είναι άσχημο το συναίσθημα να σε ξυπνά η αδελφή σου μέσα στη νύχτα και να σου λέει: «μάλλον τελείωσε».
Είναι απίστευτα τρομακτική η αίσθηση να σηκώνεις τη ΜΑΝΑ, για να της δώσεις τις πρώτες βοήθειες, και να βλέπεις τα χέρια και το κεφάλι της να πηγαίνουν όπου θέλουν, σε άλλες κατευθύνσεις από το υπόλοιπο σώμα…
Αφού δεν έβρισκα σφυγμό με τα χέρια, χρησιμοποίησα ένα ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, μήπως βρω. Μήπως δείξει κάτι. Τα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα, όταν βρίσκουν τον σφυγμό, δείχνουν στην οθόνη μια καρδιά να αναβοσβήνει. Κοιτώντας το καρτερικά, να «φουσκώνει», μονολογούσα: «βγάλε μια καρδούλα ρε γαμημένο, βγάλε μια καρδούλα». Δεν έβγαλε ποτέ καρδούλα το γαμημένο… ούτε μία…
Τσάμπα οι εκπαιδεύσεις και οι κόντρα εκπαιδεύσεις και οι παγκόσμιες πιστοποιήσεις που έχω στις πρώτες βοήθειες. Δεν ξέρω για άλλους, αν μπορούσαν στους γονείς τους, αλλά εγώ προσπάθησα να κάνω καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (τεχνητή αναπνοή) και δεν μπορούσα. Μου λύγιζαν τα χέρια, ΜΑΝΑ. Μου λύγιζαν τα χέρια… Δεν μπορούσα, ΜΑΝΑ …
Λένε πολλοί ότι είναι θείο δώρο να βρίσκεσαι δίπλα στους γονείς σου την ώρα που φεύγουν. Και στους δύο γονείς μας συνέβη να είμαστε δίπλα τους, και εγώ και η αδελφή μου. Και οι δύο δεν είμαστε σίγουροι πλέον τι είναι καλύτερο. Να είσαι παρών ή όχι.
Εμένα που μου έλαχε να κλείσω στην κυριολεξία και στους δύο τα μάτια, οτιδήποτε και αν σκεφτώ η πρώτη εικόνα που μου έρχεται κάθε φορά και για τη ΜΑΝΑ και για τον ΠΑΤΕΡΑ είναι την ώρα που φεύγουν κι εγώ είμαι ανήμπορος να κάνω κάτι, πολύ μικρός, τοσοδούλης…
Να ξέρεις, ΜΑΝΑ, ότι θα λείψει σε όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες εκείνο το δίωρο κάθε απόγευμα που μαζεύονταν και καθόσασταν παρέα στην αυλή του καφενείου το καλοκαίρι, και μέσα με τη σόμπα τον χειμώνα. Ήταν για όλους η ζωή τους.
Η πιο ωραία κουβέντα που άκουσα από έναν φίλο ήταν ότι: «ο Στελάρας θα έχει φτιάξει καφενείο πάνω, και φώναξε τη θεια Λευτερία να τον βοηθήσει».
Πολύ εύστοχα, ο εγγονός σου ζήτησε να βάλουμε ένα μπρίκι στο μνήμα, καθώς, 47 χρόνια τώρα, έφτιαχνες καφέδες στο καφενείο…
Την κούπα που έπινες νεράκι, θα τη βάλουμε μετά τα σαράντα. Έως τότε, την έχουμε σπίτι γεμάτη νερό, μη διψάσεις τη νύχτα.
Δε θέλω να ξανακούσω: «τι να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά, είναι μέσα στο πρόγραμμα, τυχερή που δεν ταλαιπωρήθηκε, Θείος θάνατος, έτσι ήταν γραφτό, ξεκουράστηκε κ.τ.λ». Το κάνουν χειρότερο…
«Πόσων χρόνων ήταν;» Μη ρωτάτε κύριε, η ΜΑΝΑ δεν έχει ηλικία.
Λένε ότι η ψυχή γυρίζει στο σπίτι σαράντα μέρες. Είχα σκοπό να κάτσω στο χωριό όλες αυτές τις ημέρες, για να μην είναι μόνη της. Δεν μπορούσα όμως. Δύο νύχτες άντεξα μόνος. Συγγνώμη, ΜΑΝΑ, αλλά τις νύχτες ΣΚΙΑΖΟΜΟΥΝΑ μοναχός. Έφυγα κοιτώντας πίσω με απόγνωση… Αδύναμος, ανήμπορος, άδειος…
ΜΑΝΑ, πέρυσι που έφυγε ο ΠΑΤΕΡΑΣ, του είχα υποσχεθεί ότι εμείς θα σε προσέχουμε και να μην ανησυχεί…
Πες του, ΜΑΝΑ, ότι μάλλον δεν τηρήσαμε την υπόσχεσή μας και σε στείλαμε γρήγορα να τον βρεις…
Είμαι ο Στάθης… και είμαι ορφανός…
Υ.Γ. ΠΑΤΕΡΑ, ό,τι έκανες έκανες εκεί πάνω δεκατρείς μήνες μόνος σου. Θα ξεσάλωσες. Έρχεται η Ελευθερία να σε βάλει σε τάξη πάλι...
Και μη γκρινιάζεις ΠΑΤΕΡΑ, που βάλαμε τη ΜΑΝΑ από πάνω σου…