Είναι ένα ζευγάρι νιόπαντρο (η Ελένη και ο Κώστας).
Πρώτη μέρα του έγγαμου βίου τους και η Ελένη θέλει να περιποιηθεί τον άντρα
της και έτσι αποφασίζει να του μαγειρέψει στιφάδο που είναι δύσκολο και
ξέρει ότι του αρέσει πολύ. Πεθαίνει η Ελένη όλη μέρα στη κουζίνα και μάλιστα
απο βραδύς με μαριναρίσμα τα στο κρασί κλπ. Το απόγευμα που γυρίζει αυτός
από το γραφείο, βρίσκει το τραπέζι στρωμένο τέλεια, με κεριά αναμμένα και
όλα τα σχετικά και ρωτάει τη γυναίκα του:
-Ελενίτσα τι είναι αυτό που μυρίζει έτσι ωραία;
-Στιφάδο Κώστα μου, του απαντάει εκείνη.
Κάθεται αυτός στο τραπέζι με ευχαρίστηση, δοκιμάζει το φαγητό και λέει:
- Ωραίο, Ελενίτσα μου το στιφάδο σου, αλλά η μαμά μου βάζει και κανέλα και
γίνεται καταπληκτικό! Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή για να το κάνεις
ίδιο.
Απογοητεύεται η καημένη η Ελένη που είχε κατακουραστεί για το στιφάδο του,
αλλά δεν το βάζει κάτω.
Την άλλη μέρα αποφασίζει να του φτιάξει μουσακά, που ήξερε ότι του αρέσει κι
αυτό πολύ.
Βάζει λοιπόν τα δυνατά της και σκοτώνεται όλη μέρα στα τηγανίσματα της
μελιτζάνας, να φτιάξει πικάντικο τον κιμά, μπεσαμέλ, φούρνο κλπ. ώστε να τον
εντυπωσιάσει αυτή τη φορά!
Το απόγευμα που γυρίζει αυτός από το γραφείο, βρίσκει το τραπέζι πάλι
στρωμένο τέλεια, με κεριά αναμμένα και όλα τα σχετικά και ρωτάει τη γυναίκα
του:
-Αχ,Ελληνίτσα τι είναι αυτό που μυρίζει έτσι ωραία;
-Μουσακάς Κώστα μου, του απαντάει εκείνη.
Κάθεται αυτός στο τραπέζι με ευχαρίστηση, δοκιμάζει το φαγητό και λέει:
- Ωραίος, Ελληνίτσα μου ο μουσακάς σου, αλλά η μανούλα μου κάτι βάζει στη
μπεσαμέλ και της γίνεται υπέροχη! Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή για να
τον κάνεις ίδιο.
Αρχίζει να τα παίρνει η Ελένη που τσακίζεται όλη μέρα για εκείνον στη
κουζίνα και δεν βλέπει να το εκτιμάει αυτός ιδιαίτερα, αλλά δεν το βάζει
κάτω. Έτσι αποφασίζει την άλλη μέρα να τον εντυπωσιάσει εκτός κουζίνας,
καθαρίζοντας το σπίτι τέλεια, τρίβοντας ώρες τα πατώματα με παρκετίνη ώσπου
το πάτωμα γίνεται καθρέφτης.
Το απόγευμα που γυρίζει αυτός από το γραφείο, μπαίνει στο σπίτι που μυρίζει
καταπληκτικά από τα αρωματικά απορρυπαντικά που το έχει καθαρίσει η Ελένη,
κοιτάει το πάτωμα....καθρέφτης και λέει στη γυναίκα του:
- Α, ωραίο το έκανες το σπίτι, Ελληνίτσα, μοσχομυρίζει......αλλά ξέρεις η
μανούλα μου έτσι το είχε κάθε μέρα...!
Έ, τότε είναι που τα παίρνει κι η Ελένη για τα καλά, και παίρνει μια φίλη
της για να βγούνε για καφέ να της πεί τον πόνο της με τον ....Κωστάκη της.
-Κάτι τρέχει με τον Κώστα, Μαρία μου, τραβάει κάποιο χοντρό ζόρι με τη μάνα
του! Άσε, μου φαίνεται ότι βιάστηκα να τον παντρευτώ, έκανα λάθος!
Αλλά η φίλη της η Μαρία την προσγειώνει και της λέει:
-Μην είσαι χαζή Ελένη μου, παίζουνε ποτέ στο ταμπλό της μάνας;;; (κουζίνα,
καθάρισμα κλπ
Άλλο είναι το ταμπλό το δικό σου! Το κρεβάτι! Θα πάς να
αγοράσεις μαύρα σατέν σεντόνια και σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στρινγκ
κλπ., θα δημιουργήσεις ατμόσφαιρα με κεριά, απαλή μουσική και σβησμένα φώτα
και θα τον περιμένεις στο κρεβάτι να γυρίσει ........... και έλα να μου πεις
μετά....
-Βρες λές, Μαρία μου! Λες να την ξεχάσει επιτέλους τη μάνα του...
Έτσι κι έκανε η Ελένη και ξάπλωσε στα μαύρα σατέν σεντόνια με φούλ
εξοπλισμό.. .σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στρινγκ κλπ., και περίμενε τον
Κώστα να γυρίσει από τη δουλειά.
Με το που γυρίζει ο Κώστας από το γραφείο, ψάχνει τη γυναίκα του στη κουζίνα
και δεν τη βρίσκει.
-Ελληνίτσα, που είσαι;
Καμία απάντηση. Πάει στο σαλόνι, βλέπει τα φώτα κλειστά.
-Ελληνίτσα, που είσαι;
Καμία απάντηση πάλι. Κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιο, ανοίγει την πόρτα,
βλέπει κεριά αναμμένα παντού, τη γυναίκα του ξαπλωμένη στα μαύρα σατέν
σεντόνια με τα μαύρα εσώρουχα να τον κοιτάει και τρελαίνεται ....
-Ελληνίτσα, γιατί δεν μου απαντάς τόση ώρα που .... Γιατί φοράς μαύρα
Ελληνίτσα;;; Έπαθε τίποτα η μανούλα μου;;;!!!